- μικρανεψιός
- ο, θηλ. μικρανεψιάπαιδί εξαδέλφου ή εξαδέλφης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + ανεψιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρανεψιός — ο ιού, παιδί ξαδέρφου ή ξαδέρφης: Το Πάσχα το πέρασα με τα ξαδέρφια και τους μικρανεψιούς μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek